- μυσαροῖς
- μυσαρόςfoulmasc/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαρήγω — (Α) έρχομαι να βοηθήσω, επικουρώ, βοηθώ, συντρέχω («τοῑς μὲν μυσαροῑς οὐκ ἐπαρήγομεν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρήγω «βοηθώ»] … Dictionary of Greek